ἀμφινείκητος

ἀμφινείκητος
ἀμφι-νείκητος, ον, = foreg., ὄμμα νύμφας ib.527 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφινείκητος — ἀμφινείκητος, ον (Α) ο ἀμφινεικής …   Dictionary of Greek

  • ἀμφινείκητον — ἀμφινείκητος masc/fem acc sg ἀμφινείκητος neut nom/voc/acc sg ἀμφινεικής contested on all sides masc/fem acc sg ἀμφινεικής contested on all sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφινεικής — ἀμφινεικής, ές (Α) αυτός που τόν διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”